en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό
  • Interpretations

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό

απολ - αποχ

  • απολαμβάνω
  • απόλαυση
  • απολείπομαι
  • απόλεμος
  • απολεπίζω
  • απολεσθέντα
  • απολήγω
  • απολίθωμα
  • απολιόρκητος
  • απολογητής
  • απολογία
  • απολύμανση
  • απόλυση
  • απόλυτα
  • απολυτίκιο
  • απολυτρώνω
  • απολυτρωτικό
  • απόμακρος
  • απομάκρυνση
  • απονεκρώνομαι
  • απονέκρωση
  • απονενοημένος
  • απονεύρωση
  • απονομή
  • αποξένωση
  • αποξήρανση
  • αποπαίδι
  • αποπαίρνω
  • απόπειρα
  • αποπέμπω
  • αποπερατώνω
  • αποπίνω
  • αποπλάνηση
  • αποπλέω
  • αποπληρωμή
  • απόπλους
  • αποπνικτικός
  • αποποινικοποίηση
  • αποποιούμαι
  • αποπομπή
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.